- πλειόκαινο
- Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη μετάβαση από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Μόνο στη λεκάνη της Μεσογείου τα κατώτερα όρια του π. είναι σαφή, επειδή τα πλειοκαινικά στρώματα έχουν αποτεθεί επάνω στα μειοκαινικά με επίκλυση της θάλασσας, η οποία στις αρχές του π. παρουσίασε μεγάλη προέλαση.
Το π. υποδιαιρείται σε πολλές βαθμίδες, τα ονόματα των οποίων προέρχονται από περιοχές της Ιταλίας, γιατί η χώρα αυτή υπήρξε η κλασική περιοχή των πλειοκαινικών αποθέσεων: από κάτω προς τα άνω, οι βαθμίδες πλακέντιο και άστιο, που αντιστοιχούν σε αποθέσεις θαλάσσιας προέλασης, το πρώτο βαθιάς θάλασσας και το δεύτερο αβαθούς· κατόπιν το βιλλαφράνκιο και το καλάβριο, χερσαίας φάσης. Οι δύο πρώτες βαθμίδες, τείνουν να ενοποιηθούν, από τους νεότερους μελετητές, σε μια βαθμίδα με διαφορετικές φάσεις (άργιλοι πλακεντίου και άμμοι αστίου), γιατί οι χαρακτήρες της πανίδας και της χλωρίδας είναι όμοιοι. Το πλακέντιο και το άστιο συναντώνται στη Μεσόγειο, γι’ αυτό ονομάζονται και 3η Μεσογειακή βαθμίδα, η οποία σε άλλες περιοχές αντιστοιχεί στην ανατολική βαθμίδα, λιμναίας φάσης. Ως προς το καλάβριο, πρέπει να τονιστεί ότι θεωρείται από πολλούς ως βαθμίδα του τεταρτογενούς (πλειστόκαινο). Στις περιοχές της ανατολικής Ευρώπης το π. εμφανίζεται με υφάλμυρες φάσεις, γιατί εκεί επικρατούσαν ακόμα οι λιμνοθαλάσσιοι χαρακτήρες, που χαρακτήριζαν το τέλος του μειόκαινου.
Κατά τη διάρκεια του π. συνεχίζονταν ακόμα κινήσεις του φλοιού της Γης της αλπικής ορογένεσης, ειδικότερα στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην ορεινή άλυσο του Ατλαντικού, στις αλύσους της Βόρειας Αμερικής, στις Άνδεις και στην Ινδονησία. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής δημιουργήθηκαν επίσης τεκτονικές αύλακες και βυθίσματα, που από την παραμεσόγειο Ασία φτάνουν, μέσω της Ερυθράς θάλασσας, μέχρι τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία. Οι μαγματικές εκδηλώσεις δεν υπήρξαν γενικά έντονες, σε ορισμένες όμως ζώνες ήταν αξιόλογες (Κεντρικό οροπέδιο της Γαλλίας, Σαρδηνίας κ.α.). Το κλίμα έτεινε να γίνει ψυχρότερο, πλησιάζοντας προς το σημερινό: στις μεσογειακές όμως περιοχές παρατηρείται μια χλωρίδα με χαρακτήρες ακόμα υποτροπικού κλίματος. Κατά το π., η γεωγραφική διαμόρφωση των ξηρών, που είχαν αναδυθεί, έτεινε σιγά σιγά να πλησιάσει προς τη σημερινή. Αξίζει επομένως να εξεταστεί η λεκάνη της Μεσογείου: κατ΄ αρχάς, έγινε διαμελισμός μιας μεγάλης χέρσου, της οποίας υπολείμματα θεωρούνται τα σημερινά νησιά της Μεσογείου· η Μεσόγειος θάλασσα, μέσω του πορθμού του Γιβραλτάρ, επικοινώνησε με τον Ατλαντικό. Η ιταλική χερσόνησος αποτελούνταν από ένα αρχιπέλαγος και σιγά-σιγά, καθώς προχωρούσε η ανάδυση των ξηρών, σχηματίζονταν εσωτερικές λιμναίες λεκάνες (Βαλντάρνο, Ουμβρία, Κοιλάδα του Ντιάνο), όπου σχηματίστηκαν αποθέσεις λιγνιτών· στη Γαλλία, η κοιλάδα του Ροδανού καταλαμβανόταν από ένα κόλπο της Μεσογείου· στις ανατολικές μεσογειακές περιοχές υπήρχε μια μεγάλη κλειστή λεκάνη, που σημερινό της υπόλειμμα είναι η Κασπία θάλασσα: αξίζει να σημειωθεί ότι η πανίδα της λεκάνης αυτής είναι απευθείας πρόγονος της σημερινής κασπικής.
Η Ελλάδα, κατά το π., αποτελούσε κυρίως χέρσα γη, την οποία αυλάκωναν θαλάσσιοι βραχίονες. Γι’ αυτό συναντώνται όλες οι φάσεις του π., βαθιάς θάλασσας, παράκτιες, λιμναίες, υφάλμυρες, με πλούσια απολιθώματα. Χαρακτηριστικές είναι οι θαλάσσιες, παράκτιες αποθέσεις της Ραφήνας (Αττικής), άστιας φάσης, με άφθονα καθοδηγητικά απολιθώματα. Μέσα στα στρώματα της Ραφήνας συναντώνται και τράπεζες από βαλάνους μεγάλων διαστάσεων. Στην Πελοπόννησο παρουσιάζει επίσης το κατώτερο π. με θαυμάσια εξέλιξη και ανάπτυξη και καταλαμβάνει σχεδόν όλη την παράκτια ζώνη της βορειοδυτικής και νότιας Πελοποννήσου, με πλουσιότατη πανίδα θαλάσσιων και λιμναίων οργανισμών, κυρίως γαστεροπόδων και ελασματοβραγχίων. Αλλά και στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα, στην Εύβοια, στα Ιόνια νησιά και στη βόρεια Ελλάδα έχουν διαπιστωθεί πλειοκαινικά στρώματα. Τα λιγνιτοφόρα αποθέματα στις διάφορες περιοχές της χώρας (λεκάνη Φλώρινας-Πτολεμαΐδας-Κοζάνης, λεκάνη Κύμης και Αλιβερίου, Σερρών, Αχαΐας-Ηλείας κλπ.) είναι κυρίως πλειοκαινικής ηλικίας, αποτέλεσμα του σχηματισμού λιμνών μέσα σε βυθίσματα στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της νότιας Αιγηίδας κατά την περίοδο αυτή. Κατά τη διάρκεια του π., έγινε άλλωστε και η ένωση της έως τότε νήσου Πελοποννήσου με τη Στερεά Ελλάδα, με τον Ισθμό της Κορίνθου. Προς το τέλος της περιόδου αυτής και τις αρχές του τεταρτογενούς, η τελική γεωγραφική διαμόρφωση των ελληνικών χωρών είχε πια σχεδόν συντελεστεί.
Τομή του εδάφους στην παράκτια περιοχή της Ραφήνας, η οποία περικλείει κελύφη μιας πλούσιας πανίδας απολιθωμένων θαλάσσιων οργανισμών της παράκτιας φάσης του άστιου.
Πλειόκενο της Ραφήνας. Αποικία ατόμων balanus (θυσανόποδα) από τα πετρώματα της παράκτιας φάσης του άστιου (κάτω πλειόκαινο). Πουθενά αλλού στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες μεσογειακές περιοχές, δεν υπάρχει παρόμοιο κοίτασμα με balamus, τόσο πλούσιο σε άτομα και κυρίως με τόσο μεγάλες διαστάσεις (Αθήνα, συλλογή Γεωλογικού Εργαστηρίου Υπουργείου Γεωργίας).
* * *το, Νγεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τού ανώτερου τριτογενούς και τών πετρωμάτων του η οποία άρχισε πριν από 7 περίπου εκατομμύρια χρόνια και διήρκεσε 4,5 περίπου εκατομμύρια χρόνια, αν και σύγχρονες μετρήσεις φανερώνουν ότι μπορεί να διήρκεσε 5,3 εκατομμύρια χρόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pliocene (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + καινός) πρβλ. μειό-καινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].
Dictionary of Greek. 2013.